χτικιάζω

χτικιάζω
Ν
1. (αμτβ.) προσβάλλομαι από χτικιό, από φυματίωση («χτίκιασε και πέθανε νέος»)
2. (μτβ.) βασανίζω πολύ, ταλαιπωρώ κάποιον («μέ χτίκιασε αυτή η δουλειά»)
3. (αμτβ.) βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («αυτόν τον μήνα κουράστηκα, χτίκιασα»)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) χτικιασμένος, -η, -ο
α) φυματικός
β) πολύ εξασθενημένος, πολύ αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χτικιάζω, κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. εκτική (νόσος) «συνεχής» (< έξη «συνήθεια»), με ρηματ. κατάλ. -ιάζω, σίγηση τού αρκτικού άτονου ε- και ανομοιωτική τροπή τού κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω), ενώ, κατ' άλλη άποψη, από το επίθ. τηκτικός (< τηκτός < τήκω «λειώνω»), μέσω ενός ρ. *τηκτικιάζω, με αποβολή τής πρώτης συλλαβής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χτικιάζω — χτικιάζω, χτίκιασα, χτικιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χτικιάζω — χτίκιασα, χτικιασμένος 1. παθαίνω χτικιό, προσβάλλομαι από φθίση. 2. κάνω κάποιον να χτικιάσει: Με χτίκιασε με τη στάση της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… …   Dictionary of Greek

  • αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • μαραγγιάζω — και μαραγκιάζω 1. (για φυτά, άνθη και καρπούς) μαραίνομαι, ξεραίνομαι, χάνω τη θαλερότητα και τη φρεσκάδα μου 2. μτφ. χάνω την ευρωστία, τη ζωτικότητά μου, γερνώ 3. μαραίνω, ξεραίνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαραντιάζω < *μαραντός < μαραίνω,… …   Dictionary of Greek

  • φευγιό — το, Ν 1. φυγή, φευγάλα 2. αποχώρηση, αναχώρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. ιό (πρβλ. τρεχ ιό: τρέχω, χτικ ιό: χτικιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • χτίκιασμα — το, Ν [χτικιάζω] 1. προσβολή από φυματίωση 2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρία («είναι χτίκιασμα αυτή η δουλειά») …   Dictionary of Greek

  • χτικιασμένος — η, ο, Ν βλ. χτικιάζω …   Dictionary of Greek

  • χτικιό — το, Ν 1. η φυματίωση 2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρία («είναι χτικιό να πλένεις αυτές τις βρομιές»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χτικιάζω (πρβλ. τρέχω: τρεχιό, φεύγω: φευγιό)] …   Dictionary of Greek

  • χτίκιασμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χτικιάζω, φυματίωση, χτικιό. 2. ταλαιπωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”